- κεντρίνης
- ο морская лиса (рыба)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κεντρίνης — κεντρίνης, ὁ (Α) [κέντρον] 1. είδος ψαριού 2. είδος σκνίπας 3. η κεντρίς* … Dictionary of Greek
κεντρίνης — spiny shark masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρίναι — κεντρίνης spiny shark masc nom/voc pl κεντρίνᾱͅ , κεντρίνης spiny shark masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρίνην — κεντρίνης spiny shark masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρίνας — κεντρίνᾱς , κεντρίνης spiny shark masc acc pl κεντρίνᾱς , κεντρίνης spiny shark masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντροφόρος — ο (Α κεντροφόρος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος καρχαροειδών χονδριχθύων τής οικογένειας squalidae αρχ. 1. αυτός που έχει κεντρί 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κεντροφόρος ο κεντρίνης* 3. αυτός που αποτελεί το κέντρο τής οικουμένης. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek